- σείσιμο
- το , σείσις (-εως) η , σείσμα τό качание, колыхание; колебание; сотрясение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σείσιμο — το, ατος και σείσμα, το ατος, κούνημα, δόνηση: Με το σείσιμο των κλαδιών έπεσαν όλα τα ώριμα φρούτα από τα δέντρα. – Σείσιμο της γης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σείσιμο — το, Ν η σείση, το σείσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σεισ τού σείω* + κατάλ. ιμο (πρβλ. δέσ ιμο). Η λ., στον λόγιο τ. σείσιμον, μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
σείω — ΝΜΑ, και σείνω και σείω και μεσοπαθ. σειέμαι Ν, και ποιητ. τ. σίω Α 1. κινώ κάτι προς τα εδώ και προς τα εκεί κατ επανάληψη, ανακινώ, ταλαντεύω, ταρακουνώ, δονώ (α. «καὶ σείσει τὸ κοντάριν του», Πρόδρ. β. «Θρηικίην σιόντα χαίτην», Ανακρ.) 2. παθ … Dictionary of Greek
υπόσειση — η, Ν [υποσείω] ελαφρό σείσιμο … Dictionary of Greek
σεισμός — ο 1. δόνηση της γης: Ηφαιστειογενής σεισμός. – Επίκεντρο του σεισμού. 2. σείσιμο, κούνημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)